- αναμαλλιάζω
- μετ.1) растрёпывать, взлохмачивать (волосы); 2) делать начёс (на ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμαλλιάζω — αναμαλλιάζω, αναμάλλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω … Dictionary of Greek
αναμαλλιάζω — μάλλιασα, μαλλιάστηκα, μαλλιασμένος 1. ανακατώνω τα μαλλιά του κεφαλιού κάποιου: Εσύ αντί να χτενιστείς αναμαλλιάστηκες. 2. κάνω να σχηματιστεί χνούδι σε νήμα ή ύφασμα: Η ζακέτα σου είναι πολύ αναμαλλιασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμάλλιασμα — το [αναμαλλιάζω] 1. ανακάτωμα των μαλλιών 2. χνούδιασμα … Dictionary of Greek
ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek